- τριημιωβόλιον
- τρι-ημι-ωβόλιον, τό, anderthalb Obolen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριημιωβόλιον — an obol and a half neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριημιωβόλιον — τὸ, Α ένας και μισός οβολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + ὀβολός. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
Драхма (Древняя Греция) — У этого термина существуют и другие значения, см. Драхма … Википедия
τριημιωβολιαίος — αία, ον, Α αυτός που έχει αξία ενός και μισού οβολού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριημιωβόλιον + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek